υστερόποτμος

υστερόποτμος
-ον, Α
1. αυτός ο οποίος είχε θεωρηθεί νεκρός και μετά εμφανίστηκε να ζει
2. (κατά τον Ησύχ.) «ὑστερόποτμον
τὸν δεύτερον γάμον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστερος + πότμος «μοίρα, πεπρωμένο» (πρβλ. κακό-ποτμος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὑστερόποτμος — supposed dead masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑστεροπότμους — ὑστερόποτμος supposed dead masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ύστερος — η, ο/ ὕστερος, έρα, ον, ΝΜΑ, και οὕστερος, ον, και τ. ουδ. ως επίρρ. ὕσταριν, Α 1. αυτός που, σε σχέση με τον χρόνο ή σε σχέση με μια σειρά, ακολουθεί, έρχεται μετά από κάποιον άλλο, ο μεταγενέστερος ενός άλλου (α. «στην ύστερη αρχαιότητα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”